- ἑταιροῦσα
- ἑταιρέωkeep company withpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑταιρούσας — ἑταιρούσᾱς , ἑταιρέω keep company with pres part act fem acc pl (attic epic doric) ἑταιρούσᾱς , ἑταιρέω keep company with pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταιρώ — ἑταιρῶ, έω (Α) [εταίρος] 1. κάνω παρέα με κάποιον 2. (για μικρά αγόρια ή κορίτσια) επιδίδομαι με πληρωμή σε ασελγείς πράξεις, ζω βίο πορνικό, έχω εραστή («οὐκέτι φαίνεται μόνον ἡταιρηκώς, ἀλλὰ καὶ πεπορνευμένος», Αισχίν.) 3. φρ. «φιλία ἑταιροῡσα» … Dictionary of Greek